- κατασχετός
- -ή, -ό [κατάσχω]αυτός που μπορεί ή επιτρέπεται να κατασχεθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάσχετος — κατάσχετος, ον (Α) [κατέχω] (ποιητ. τ. αντί κάτοχος) 1. αυτός που τόν κατέχει ή τόν κρύβει κάποιος ή κάτι («μή τι και κατάσχετον κρυφή καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ», Σοφ.) 2. εμφορούμενος από κάτι («κατάσχετος κακίαις») 3. θεόπνευστος («κατάσχετος… … Dictionary of Greek
κατάσχετος — held back masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασχέτω — κατάσχετος held back masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάσχετος held back masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) κατέχω hold fast aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσχετον — κατάσχετος held back masc/fem acc sg κατάσχετος held back neut nom/voc/acc sg κατέχω hold fast aor imperat act 2nd dual κατέχω hold fast aor ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασχέτου — κατάσχετος held back masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασχέτους — κατάσχετος held back masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασχέτων — κατάσχετος held back masc/fem/neut gen pl κατέχω hold fast aor imperat act 3rd pl κατέχω hold fast aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσχετε — κατάσχετος held back masc/fem voc sg κατέχω hold fast aor imperat act 2nd pl κατέχω hold fast aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσχετοι — κατάσχετος held back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασχεσία — κατασχεσία, ἡ (Α) [κατάσχετος] μτγν. κατάσχεση, κατοχή … Dictionary of Greek